- αγκύλιον
- το (Α ἀγκύλιον) (λατ. ancile)ονομασία ιερής ασπίδας τών Ρωμαίων. Το σχήμα της ήταν ελλειψοειδές και στη μέση τών δύο πλευρών της στένευε σχηματίζοντας οκτώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγκύλιον — loop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλίοις — ἀγκύλιον loop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλίου — ἀγκύλιον loop neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλίων — ἀγκύλιον loop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκύλια — ἀγκύλιον loop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Онкелос — (ивр. אונקלוס הגר, греч. Άγκολος или Άγκυλιον; конец I века н. э.) римлянин прозелит, то есть перешедший в еврейство. Перевёл Тору на арамейский язык, который являлся разговорным в еврейской среде того времени. Благодаря своей… … Википедия
Ункелос — Онкелос (ивр. אונקלוס הגר, греч. Άγκολος или Άγκυλιον; конец I века н. э.) римлянин прозелит, то есть перешедший в еврейство. Перевёл Тору на арамейский язык, который являлся разговорным в еврейской среде того времени. Благодаря своей простоте… … Википедия
Σάλιοι — Ρωμαίοι ιερείς, που ανήκαν σε ενιαία οργάνωση ή αδελφότητα, την οποία αποτελούσαν δυο δωδεκαμελείς ομάδες που λέγονταν σάλιοι παλατίνοι και σάλιοι κολλίνοι. Οι ιερείς αυτοί υπηρετούσαν την τριάδα Ζευς, Άρης και Κουϊρίνος. Φορούσαν πολεμική στολή… … Dictionary of Greek
αγκίλιο — το είδος μικρής ασπίδας, βλ. ἀγκύλιον … Dictionary of Greek
αγκύλι — το οξύ και βελονοειδές αγκάθι, αγκίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ἀγκύλιον, υποκορ. τού αρχ. ἀγκύλη] … Dictionary of Greek